Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kli.vaːʒ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
clivage clivages

clivage (fr) αρσενικό