Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
clinique cliniques

clinique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κλινικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
clinique cliniques

clinique (fr) θηλυκό

  1. η κλινική