circonciseur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
circonciseur | circonciseurs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcirconciseur (fr) αρσενικό
- αυτός που εκτελεί την περιτομή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη circoncire
ενικός | πληθυντικός |
circonciseur | circonciseurs |
circonciseur (fr) αρσενικό