Ουσιαστικό

επεξεργασία

ciągłość (pl) θηλυκό

  1. η συνέχεια, η έλλειψη διακοπής
  2. (μαθηματικά) η συνέχεια, ιδιότητα συναρτήσεων

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη ciąg