Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kʁɔ.nɔ.ny.tʁi.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chrononutrition chrononutritions

chrononutrition (fr) θηλυκό