ενικός         πληθυντικός  
choreography choreographies

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

choreography (en)

  • η χορογραφία
    The choreography of the work wasn’t good.
    Η χορογραφία του έργου δεν ήταν καλή.
    I am a dance teacher and I create choreographies.
    Είμαι δάσκαλος χορού και φτιάχνω χορογραφίες.