chorégraphique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɔ.ʁe.ɡʁa.fik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chorégraphique | chorégraphiques |
chorégraphique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
chorégraphique | chorégraphiques |
chorégraphique (fr) αρσενικό ή θηλυκό