Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

chimiothérapie < chimio- + thérapie

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
chimiothérapie chimiothérapies

chimiothérapie (fr) θηλυκό

Σημειώσεις επεξεργασία

Στην καθομιλουμένη, συνηθίζεται να λέγεται chimio.