chimiorécepteur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chimiorécepteur | chimiorécepteurs |
chimiorécepteur (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
chimiorécepteur | chimiorécepteurs |
chimiorécepteur (fr) αρσενικό