Ετυμολογία

επεξεργασία
chef-d’œuvre < chef + oeuvre

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʃɛ.d‿œvʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chef-d’œuvre (fr) αρσενικό