chaudron
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chaudron | chaudrons |
Ετυμολογία
επεξεργασία- chaudron < παλαιά γαλλική chauderon
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαchaudron (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
chaudron | chaudrons |
chaudron (fr) αρσενικό