Ουσιαστικό

επεξεργασία

chaff (en)

  1. συνολικά τα κελύφη σπόρων (και συγκεκριμένα δημητριακών), τα λέπυρα
  2. κόκκοι σκουπιδιών, σκουπιδόκοκκοι
  3. chaff countermeasures: θραύσματα παραπλάνησης ραντάρ, θραυσματικά αντίμετρα

Σημειώσεις

επεξεργασία

Η λέξη chaff είναι στον ενικό και σημαίνει πολλοί κόκκοι-θραύσματα-κελύφη, πληθυντικός χρησιμοποιείται αν συγκρίνουμε διαφορετικές ποιότητες, πχ. variant chaff countermeasures ή variant chaffs: διαφορετικές ποιότητες θραυσμάτων παραπλάνησης ραντάρ

Εκφράσεις

επεξεργασία