ενικός         πληθυντικός  
ceiling ceilings

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ceiling (en)

  • η οροφή, το ταβάνι
    ⮡  A puddle of water trickling from the ceiling had formed in front of her.
    Μπροστά της είχε σχηματιστεί από το νερό που έσταζε από την οροφή μια λιμνούλα.