casserole
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
casserole | casseroles |
casserole (fr) θηλυκό
Εκφράσεις επεξεργασία
- chanter comme une casserole - τραγουδάω παράφωνα
- la Grande Casserole - η Μεγάλη Άρκτος