ενικός         πληθυντικός  
cartilage cartilages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cartilage (fr) αρσενικό

  1. (ανατομία) ο χόνδρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cartilage cartilages

cartilage (en) αρσενικό

  1. (ανατομία) ο χόνδρος