cardiopathie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaʁ.djɔ.pa.ti/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cardiopathie | cardiopathies |
cardiopathie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
cardiopathie | cardiopathies |
cardiopathie (fr) θηλυκό