caratare
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαEtymology
επεξεργασία- caratare < carat(o) + -are
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: καρατάρω
Ρήμα
επεξεργασίαcaratare (it) (απαρέμφατο)
- να ζυγίζω με καράτια
- (μεταφορικά) υπολογίζω
Πηγές
επεξεργασία- caratare - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).