capturer
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcapturer (fr)
- αιχμαλωτίζω
- αποτυπώνω
- (μεταφορικά) γοητεύω
- il sait trouver les mots pour capturer son auditoire
- ξέρει να βρίσκει τις λέξεις για να γοητεύει το ακροατήριό του
- il sait trouver les mots pour capturer son auditoire