Προφορά

επεξεργασία
 

capturer (fr)

  1. αιχμαλωτίζω
  2. αποτυπώνω
  3. (μεταφορικά) γοητεύω
    il sait trouver les mots pour capturer son auditoire
    ξέρει να βρίσκει τις λέξεις για να γοητεύει το ακροατήριό του