calandrage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.lɑ̃.dʁaːʒ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
calandrage | calandrages |
calandrage (fr) αρσενικό
- το καλαντάρισμα
ενικός | πληθυντικός |
calandrage | calandrages |
calandrage (fr) αρσενικό