Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɛ.sɔ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
caisson caissons

caisson (fr) αρσενικό