była
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbyła (pl) θηλυκό
- η πρώην
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαbyła (pl)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαbyła (pl)
- θηλυκό του γ' ενικού παρελθόντος χρόνου του ρήματος być