Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
buggered
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
buggered
(en)
(
χυδαίο
)
γαμήθηκα!, πατοκωλιάστηκα, γαμήθηκα στην κούραση (δεν αφορά σεξ, μα κούραση)
άνθρωπος, ζωό ή μηχάνημα που δεν λειτουργεί φυσιολογικά (π.χ. λόγω βλάβης, ασθένειας)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
buggered
(en)
αόριστος
&
παθητική
μετοχή
αορίστου
του
bugger