buggered
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
buggered (en)
- (χυδαίο) γαμήθηκα!, πατοκωλιάστηκα, γαμήθηκα στην κούραση (δεν αφορά σεξ, μα κούραση)
- άνθρωπος, ζωό ή μηχάνημα που δεν λειτουργεί φυσιολογικά (π.χ. λόγω βλάβης, ασθένειας)
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
buggered (en)