Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

buggered (en)

  1. (χυδαίο) γαμήθηκα!, πατοκωλιάστηκα, γαμήθηκα στην κούραση (δεν αφορά σεξ, μα κούραση)
  2. άνθρωπος, ζωό ή μηχάνημα που δεν λειτουργεί φυσιολογικά (π.χ. λόγω βλάβης, ασθένειας)

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

buggered (en)