Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

brute force < → δείτε τις λέξεις brute και force

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /bɹut ˈfɔɹs/ (ΗΠΑ)

  Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία

brute force (en)

  1. ωμή βία
  2. (επιστήμη υπολογιστών) η τεχνική όπου ο υπολογιστής δοκιμάζει όλες τις παραλλαγές ενός προβλήματος έως ότου βρεθεί κάποια που παρέχει μια λύση, σε αντίθεση με την εφαρμογή ενός έξυπνου αλγορίθμου

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία