branlette espagnole
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
branlette espagnole | branlettes espagnoles |
branlette espagnole (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
branlette espagnole | branlettes espagnoles |
branlette espagnole (fr) θηλυκό