Ετυμολογία

επεξεργασία
bonorde < bon(a) + ord(o) + -e

  Επίρρημα

επεξεργασία

bonorde (eo)

  1. κανονικά, όπως πρέπει, εντάξει
    UEA bonorde registris vian membrecon por 2010 - η UEA κατέγραψε κανονικά τη συνδρομή σας για το 2010