bonhomme de neige
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
bonhomme de neige | bonshommes de neige |
bonhomme de neige (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bonhomme de neige | bonshommes de neige |
bonhomme de neige (fr) αρσενικό