bombe atomique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
bombe atomique | bombes atomiques |
bombe atomique (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bombe atomique | bombes atomiques |
bombe atomique (fr) θηλυκό