Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
boitement boitements

  Ουσιαστικό επεξεργασία

boitement (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη boiter