Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bitumage < bitumer

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bitumage bitumages

bitumage (fr) αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη bitume