bipartite
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαbipartite (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bipartite | bipartites |
Επίθετο
επεξεργασίαbipartite (fr) αρσενικό ή θηλυκό
bipartite (en)
ενικός | πληθυντικός |
bipartite | bipartites |
bipartite (fr) αρσενικό ή θηλυκό