Ετυμολογία

επεξεργασία
binbaşı < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική ? (binbaşı)[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε bin (χίλιοι) + baş (κεφάλι) + [2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

binbaşı (tr)

  1. (παρωχημένο) χιλίαρχος
  2. (στρατιωτικός όρος) ταγματάρχης

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • binbaşı στην τουρκική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 424 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
  2. binbaşı - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν