Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bi.bli.jɔ.ɡʁa.fik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bibliographique bibliographiques

bibliographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό