Ουσιαστικό

επεξεργασία

beta (en)

  1. το βήτα
  2. (πληροφορική) η δοκιμαστική έκδοση ενός λογισμικού



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

beta (pl) θηλυκό

  1. το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: βήτα



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

beta (sv)