Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

beta (en)

  1. το βήτα
  2. (πληροφορική) η δοκιμαστική έκδοση ενός λογισμικού



Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

beta (pl) θηλυκό

  1. το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: βήτα



Σουηδικά (sv) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

beta (sv)