Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
being that
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
being that
< →
δείτε
τις λέξεις
being
και
that
Έκφραση
επεξεργασία
being that
(en)
(
ανεπίσημο
,
ιδιωματισμός
)
επειδή
⮡
He left
being that
he was ill.
Έφυγε
επειδή
ήταν άρρωστος.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τον σύνδεσμο
because