Ετυμολογία

επεξεργασία
baldness < bald + -ness

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

baldness (en) (μη μετρήσιμο)

  • η φαλάκρα, το να είναι κανείς φαλακρός
    ⮡  Alopecia is a common cause of baldness.
    Η αλωπεκίαση είναι συχνή αιτία φαλάκρας.

Δείτε επίσης

επεξεργασία