axiomatic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαaxiomatic (en)
- (λογική) αξιωματικός (που είναι σχετικός ή απορρέει από ένα αξίωμα)
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαaxiomatic (ro)
- (λογική) αξιωματικός (που είναι σχετικός ή απορρέει από ένα αξίωμα)