autoritarisme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
autoritarisme | autoritarismes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
autoritarisme (fr) αρσενικό
- η αυταρχικότητα, ο αυταρχισμός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη autoritaire
ενικός | πληθυντικός |
autoritarisme | autoritarismes |
autoritarisme (fr) αρσενικό