autoclore
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαautoclore (fr)
- (ορθογραφία του 1990) κλείνω μόνος μου (κάτι που είχα ανοίξει με δική μου πρωτοβουλία)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- (παραδοσιακή ορθογραφία) auto-clore
autoclore (fr)