aurore boréale
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ʁɔʁ⋅bɔ.ʁe.al/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
aurore boréale | aurores boréales |
aurore boréale (fr) θηλυκό
- το βόρειο σέλας
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
aurore boréale | aurores boréales |
aurore boréale (fr) θηλυκό