Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ρήμα επεξεργασία

aufmachen (de)

  • ανοίγω
    mach das Fenster auf - άνοιξε το παράθυρο

Αντώνυμα επεξεργασία