Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

auche < verlan του chaud

  Επίθετο επεξεργασία

auche (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ζεστός
  2. επικίνδυνος
  3. δύσκολος