atchoum
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαatchoum (fr)
- ο θόρυβος που προκαλείται από ένα φτέρνισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
atchoum | atchoums |
atchoum (fr) αρσενικό
- ο θόρυβος που προκαλείται από ένα φτέρνισμα
atchoum (fr)
ενικός | πληθυντικός |
atchoum | atchoums |
atchoum (fr) αρσενικό