at the latest
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαat the latest (en)
- (ιδιωματισμός) το αργότερο, που δεν συμβαίνει αργότερα από την ώρα ή την ημερομηνία που αναφέρεται
- ⮡ The document should have been sent by the following Monday at the latest!
- Να έχει σταλεί το έγγραφο το αργότερο μέχρι την επόμενη Δευτέρα!
- ⮡ The document should have been sent by the following Monday at the latest!