asynchrone
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
asynchrone | asynchrones |
Επίθετο επεξεργασία
asynchrone (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη synchrone
ενικός | πληθυντικός |
asynchrone | asynchrones |
asynchrone (fr) αρσενικό ή θηλυκό