assouplissement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
assouplissement | assouplissements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαassouplissement (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη assouplir
ενικός | πληθυντικός |
assouplissement | assouplissements |
assouplissement (fr) αρσενικό