associative
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /əˈsoʊ.ʃi.ə.tɪv/ & /əˈsoʊ.si.ə.tɪv/ (ΗΠΑ)
Επίθετο
επεξεργασίαassociative (en)
- (άλγεβρα) προσεταιριστικός
- associative property - προσεταιριστική ιδιότητα
- (ψυχολογία) συνειρμικός
- associative learning - συνειρμική μάθηση
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
associative | associatives |
associative (fr) θηλυκό
- θηλυκό του associatif