associative (en)

  1. (άλγεβρα) προσεταιριστικός
    associative property - προσεταιριστική ιδιότητα
  2. (ψυχολογία) συνειρμικός
    associative learning - συνειρμική μάθηση

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
associative associatives

associative (fr) θηλυκό