ενικός         πληθυντικός  
artériographique artériographiques

  Επίθετο

επεξεργασία

artériographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

bilan artériographique - γενική αρτηριογραφική εξέταση

Συγγενικά

επεξεργασία