ενικός         πληθυντικός  
arrimage arrimages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

arrimage (fr) αρσενικό

  1. η τακτοποίηση εμπορεύματος σε αμπάρια
  2. η προσκόλληση (διαστημόπλοιου)