arpentage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
arpentage | arpentages |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαarpentage (fr) αρσενικό
- η χωρομέτρηση
- το σύνολο των τεχνικών της χωρομέτρησης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη arpent
ενικός | πληθυντικός |
arpentage | arpentages |
arpentage (fr) αρσενικό