ενικός         πληθυντικός  
arpentage arpentages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

arpentage (fr) αρσενικό

  1. η χωρομέτρηση
  2. το σύνολο των τεχνικών της χωρομέτρησης

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη arpent