armâneaști
Αρωμουνικά (βλάχικα) (roa-rup) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- armâneaști < armân (αρωμουνικός) + -eaști
Επίρρημα επεξεργασία
armâneaști
- άλλη γραφή του armãneashti (γραφή Marioțeanu)
Ουσιαστικό επεξεργασία
armâneaști θηλυκό
- άλλη γραφή του armãneashti (γραφή Marioțeanu)